ηλεκτροδιαγνωστική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηλεκτροδιαγνωστική | ||
γενική | της | ηλεκτροδιαγνωστικής | ||
αιτιατική | την | ηλεκτροδιαγνωστική | ||
κλητική | ηλεκτροδιαγνωστική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ηλεκτροδιαγνωστική < ηλεκτρο- + διαγνωστική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηλεκτροδιαγνωστική θηλυκό
- η χρήση του ηλεκτρισμού για τη διάγνωση διαφόρων παθήσεων
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλεκτροδιαγνωστική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαηλεκτροδιαγνωστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ηλεκτροδιαγνωστικός