εὐγλωττία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εὐγλωττίᾱ | αἱ | εὐγλωττίαι |
γενική | τῆς | εὐγλωττίᾱς | τῶν | εὐγλωττιῶν |
δοτική | τῇ | εὐγλωττίᾳ | ταῖς | εὐγλωττίαις |
αιτιατική | τὴν | εὐγλωττίᾱν | τὰς | εὐγλωττίᾱς |
κλητική ὦ! | εὐγλωττίᾱ | εὐγλωττίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐγλωττίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐγλωττίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεὐγλωττία θηλυκό