Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα εξώπροικα
      γενική των εξώπροικων
    αιτιατική τα εξώπροικα
     κλητική εξώπροικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξώπροικα < εξώπροικος < εξώ- + προίκα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξώπροικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία