Ετυμολογία

επεξεργασία

εκδουλεύω

  1. υπηρετώ
  2. δουλεύω και κερδίζω απ’ τη δουλειά μου

Σημειώσεις

επεξεργασία
  1. Rafał Rosół, Frühe Semitische Lehnwörter im Griechischen, Peter Lang, Φραγκφούρτη, 2013, σελ. 18.