εκδουλεύω
Ετυμολογία
επεξεργασία- εκδουλεύω < εκ- + αρχαία ελληνική δουλεύω < δοῦλος < χαναανικά *dōʾēlu «υπηρέτης, ακόλουθος».[1] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική service)
Ρήμα
επεξεργασίαεκδουλεύω
Σημειώσεις
επεξεργασία- ↑ Rafał Rosół, Frühe Semitische Lehnwörter im Griechischen, Peter Lang, Φραγκφούρτη, 2013, σελ. 18.