Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκδουλεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Μεσαιωνικά ελληνικά
(gkm)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Σημειώσεις
Μεσαιωνικά ελληνικά
(gkm)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκδουλεύω
<
εκ-
+
αρχαία ελληνική
δουλεύω
<
δοῦλος
<
χαναανικά
*
dōʾēlu
«
υπηρέτης
,
ακόλουθος
».
[
1
]
(
μεταφραστικό δάνειο
από
τη γαλλική
service
)
Ρήμα
επεξεργασία
εκδουλεύω
υπηρετώ
δουλεύω
και
κερδίζω
απ’ τη
δουλειά
μου
Σημειώσεις
επεξεργασία
↑
Rafał Rosół,
Frühe Semitische Lehnwörter im Griechischen
, Peter Lang, Φραγκφούρτη, 2013, σελ. 18.