είθισται
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- είθισται < αρχαία ελληνική εἴθισται, γ’ ενικό οριστικής παρακειμένου του ρήματος ἐθίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐθίζω
ΡήμαΕπεξεργασία
είθισται
- συνηθίζεται, γίνεται κατά τέτοιο τρόπο λόγω συνήθειας ή σύμβασης, κοινωνικής ή άλλης, ή εθίμου
- είθισται το Πάσχα να βάφουμε κόκκινα αυγά
- είθισται στις επαγγελματικές επαφές να απευθυνόμαστε στους άλλους στο πληθυντικό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
είθισται