δυσφορία φύλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσφορία φύλου < δυσφορία + φύλου (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική gender dysphoria)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαδυσφορία φύλου θηλυκό
- (νεολογισμός) κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο βιώνει έντονη δυσφορία ή δυσαρέσκεια λόγω της ασυμφωνίας ανάμεσα στο φύλο με το οποίο ταυτίζεται και το φύλο που του αποδόθηκε κατά τη γέννηση
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσφορία φύλου