δνοπαλίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δνοπαλίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαδνοπαλίζω
- κουνώ με βία, ρίχνω κάτω, σκοτώνω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 472 (471-472)
- οἱ δὲ λύκοι ὣς | ἀλλήλοις ἐπόρουσαν, ἀνὴρ δ᾽ ἄνδρ᾽ ἐδνοπάλιζεν.
- και ως λύκοι | ορμούσαν για να χαλασθούν κι άνδρας εφόνευ᾽ άνδρα.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οἱ δὲ λύκοι ὣς | ἀλλήλοις ἐπόρουσαν, ἀνὴρ δ᾽ ἄνδρ᾽ ἐδνοπάλιζεν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 472 (471-472)
- τυλίγω γύρω από
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 512
- ἀτὰρ ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις
- Αλλά από αύριο, σαν φέξει, θα πρέπει πάλι να αρκεστείς στα ράκη σου.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Αλλά από την αυγή αύριο, θα τυλίξεις τα κουρέλια σου [στο σώμα σου].
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- Αλλά από αύριο, σαν φέξει, θα πρέπει πάλι να αρκεστείς στα ράκη σου.
- ἀτὰρ ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 512
- (στην παθητική φωνή) (για πολύποδα) κουνιέμαι, κυματίζω τριγύρω
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 2.295 @scaife.perseus
- ὣς καὶ πουλύποδος δνοπαλίζεται αἰόλα γυῖα
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 2.295 @scaife.perseus
Παράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δνοπαλίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δνοπαλίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.