↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το δείλι
      γενική
    αιτιατική το δείλι
     κλητική δείλι
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δείλι < αρχαία ελληνική δείλη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dyḗws < *dyew- (ουρανός, λάμπω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δείλι ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία