δαρθάνω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | δαρθάνω | |
Παρατατικός | ||
Μέλλοντας | δαρθήσομαι | |
Αόριστος | ἔδαρθον, ἔδραθον | |
Παρακείμενος | δεδάρθηκα | |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δαρθάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *der-. Ετυμολογικά συγγενεύει με τη σανσκριτική द्रायति (drāyati, κοιμάμαι), τη λατινική dormio (κοιμάμαι),[1] την παλαιά αρμενική տարտամ (tartam, αναποφάσιστος) και την παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική дрємлю (dremlju, μισοκοιμάμαι).
Ρήμα επεξεργασία
δαρθάνω
- κοιμάμαι
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 143 (141-143)
- οὐκ ἔθελ᾽ ἐν λέκτροισι καὶ ἐν ῥήγεσσι καθεύδειν, | ἀλλ᾽ ἐν ἀδεψήτῳ βοέῃ καὶ κώεσιν οἰῶν | ἔδραθ᾽ ἐνὶ προδόμῳ· χλαῖναν δ᾽ ἐπιέσσαμεν ἡμεῖς.»
- δεν θέλησε κρεβάτι με σωστά σκεπάσματα· | στον πρόδομο έξω κούρνιασε πάνω σε βοϊδοτόμαρο και με προβιές | σκεπάστηκε — εμείς του ρίξαμε μετά μια κάπα πάνω του.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- οὐκ ἔθελ᾽ ἐν λέκτροισι καὶ ἐν ῥήγεσσι καθεύδειν, | ἀλλ᾽ ἐν ἀδεψήτῳ βοέῃ καὶ κώεσιν οἰῶν | ἔδραθ᾽ ἐνὶ προδόμῳ· χλαῖναν δ᾽ ἐπιέσσαμεν ἡμεῖς.»
- ≈ συνώνυμα: εὕδω, καθεύδω, κοιμάομαι
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 143 (141-143)
Σύνθετα επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
δαρθάνω - ενεργητικοί τύποι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές επεξεργασία
- δαρθάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δαρθάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.