Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

βύσαλο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βύσαλο ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) κεραμίδι, θραύσμα κεραμιδιού ή τούβλου
  2. (μεταφορικά) κάθε τμήμα του σπιτιού ή αγροτικού προϊόντος μετά από καταστροφή λόγω σεισμού, φωτιάς ή θεομηνίας

Άλλες γραφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
  • Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
  • Χαρά Παπαδάτου-Γιαννοπούλου, Λεξικό ιδιωματικών οικοδομικών όρων της Λευκάδας (Λευκάδα, 2014)