βήσσαλον
Ετυμολογία
επεξεργασία- βήσσαλον < ή από το λατινικό bessalis (μικρό τούβλο) ή από τα αρχ. ελληνικό βυσσός (πυθμένας), πιθανότερο το πρώτο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβήσσαλον και βήσαλο
- το βότσαλο
- ...με μικρά λιανολίθαρα συγκολλημένα μ' ασβεστόχωμα και με βύσαλα
- θραύσμα και από κεραμεικό, ή γενικά κάτι θρυμματισμένο
Πηγές
επεξεργασία- βήσαλος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.104, Τόμος Δ΄ - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.