Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

βουλλώνω

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουλλώνω < αρχαία ελληνική βουλλόω

  Ρήμα επεξεργασία

βουλλώνω θηλυκό

  1. σφραγίζω με βούλα
    ※  ἔγραψαν τὰ χαρτία, τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες· μεθ᾿ ὅρκου γὰρ τὰ ἔποικαν κ᾿ ἐνταῦτα τὰ ἐβουλλῶσαν (Ανωνύμου, 14ος αιώνας. Χρονικόν του Μορέως, 126)
  2. βάζω αναγνωριστικό σημάδι
  3. στιγματίζω με πυρακτωμένο σίδερο
  4. (μεταφορικά)
    1. (μεσοπαθητικό) εξαλείφομαι
    2. δημεύω

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία