Ετυμολογία

επεξεργασία
βιοτσίπ < λόγιο ενδογενές δάνειο: biochip < αρχαία ελληνική βίος + αγγλική chip (< πρωτογερμανική *kipp-: κόβω, λαξεύω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵeyb-: χωρίζω, διαιρώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βιοτσίπ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία