Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βεβιασμένα < μετοχή παθητικού παρακειμένου του βιάζομαι

  Επίρρημα επεξεργασία

βεβιασμένα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία