βεβιασμένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βεβιασμένα < μετοχή παθητικού παρακειμένου του βιάζομαι
Επίρρημα
επεξεργασίαβεβιασμένα
- βιαστικά και αναγκαστικά, πιεστικά, χωρίς καλή προετοιμασία, όχι αυθόρμητα, με προσπάθεια
- Ολα έγιναν βεβιασμένα επειδή η νύφη ήταν έγκυος, δεν χαρήκαμε ούτε τις προετοιμασίες του γάμου, ούτε το γλέντι μετά το γάμο.
Μεταφράσεις
επεξεργασία βεβιασμένα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αβάδιστος