Ποντιακά (pnt) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική αργαστέρ αργαστέρεα
γενική αργαστερί αργαστερίων
αιτιατική αργαστέρ αργαστέρεα
κλητική αργαστέρ αργαστέρεα

  Ετυμολογία επεξεργασία

αργαστέρ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐργαστήριον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.ɣaˈstɛɾ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αργαστέρ ουδέτερο

  1. το οίκημα, όπου εξασκείται κάποια τέχνη, το εργαστήριο
  2. ο αργαλειός