απαστράπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαστράπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαστράπτω[1] < ἀπό + αρχαία ελληνική ἀστράπτω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.paˈstɾa.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐στρά‐πτω
Ρήμα
επεξεργασίααπαστράπτω
Κλίση
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απαστράπτων
- → δείτε τη λέξη αστράφτω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ απαστράπτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας