Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαυγάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

απαυγάζω

  • ακτινοβολώ, λάμπω,

2. έχω ως αποτέλεσμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία