αξεδίψαστα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αξεδίψαστα < αξεδίψαστος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
αξεδίψαστα
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) χωρίς να (μπορεί να) ξεδιψάσει
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αξεδίψαστα
Επίρρημα επεξεργασία
αξεδίψαστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αξεδίψαστος