ξεδιψώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kse.ðiˈpso/
Ρήμα επεξεργασία
ξεδιψώ
- (μεταβατικό) σβήνω τη δίψα κάποιου, τον κάνω να μη διψάει πια
- πιες αυτό και θα σε ξεδιψάσει
- (αμετάβατο) σβήνω τη δίψα μου
- πιες αυτό να ξεδιψάσεις