Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεδιψώ < ξε- + διψώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.ðiˈpso/

  Ρήμα επεξεργασία

ξεδιψώ

  1. (μεταβατικό) σβήνω τη δίψα κάποιου, τον κάνω να μη διψάει πια
    πιες αυτό και θα σε ξεδιψάσει
  2. (αμετάβατο) σβήνω τη δίψα μου
    πιες αυτό να ξεδιψάσεις

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία