Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αντιψυχωτικά
      γενική των αντιψυχωτικών
    αιτιατική τα αντιψυχωτικά
     κλητική αντιψυχωτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιψυχωτικά < ουσιαστικοποιημένος πληθυντικός ουδετέρου του επιθέτου αντιψυχωτικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιψυχωτικά ουδέτερο στον πληθυντικό και αντιψυχωσικά

  1. σκευάσματα για ασθενείς με ψυχωσικά επεισόδια
    Τα αντιψυχωτικά χορηγούνται σε ασθένειες με ψυχώσεις
→ δείτε τη λέξη  αντιψυχωσικά