ανερευνώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανερευνώ < αρχαία ελληνική ἀνερευνάω / ἀνερευνῶ
Ρήμα
επεξεργασίαανερευνώ (παθητική φωνή: ανερευνώμαι)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανερευνώ | ανερευνούσα | θα ανερευνώ | να ανερευνώ | ανερευνώντας | |
β' ενικ. | ανερευνείς | ανερευνούσες | θα ανερευνείς | να ανερευνείς | (ανερεύνει) | |
γ' ενικ. | ανερευνεί | ανερευνούσε | θα ανερευνεί | να ανερευνεί | ||
α' πληθ. | ανερευνούμε | ανερευνούσαμε | θα ανερευνούμε | να ανερευνούμε | ||
β' πληθ. | ανερευνείτε | ανερευνούσατε | θα ανερευνείτε | να ανερευνείτε | ανερευνείτε | |
γ' πληθ. | ανερευνούν(ε) | ανερευνούσαν(ε) | θα ανερευνούν(ε) | να ανερευνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανερεύνησα | θα ανερευνήσω | να ανερευνήσω | ανερευνήσει | ||
β' ενικ. | ανερεύνησες | θα ανερευνήσεις | να ανερευνήσεις | ανερεύνησε | ||
γ' ενικ. | ανερεύνησε | θα ανερευνήσει | να ανερευνήσει | |||
α' πληθ. | ανερευνήσαμε | θα ανερευνήσουμε | να ανερευνήσουμε | |||
β' πληθ. | ανερευνήσατε | θα ανερευνήσετε | να ανερευνήσετε | ανερευνήστε | ||
γ' πληθ. | ανερεύνησαν ανερευνήσαν(ε) |
θα ανερευνήσουν(ε) | να ανερευνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανερευνήσει | είχα ανερευνήσει | θα έχω ανερευνήσει | να έχω ανερευνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανερευνήσει | είχες ανερευνήσει | θα έχεις ανερευνήσει | να έχεις ανερευνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανερευνήσει | είχε ανερευνήσει | θα έχει ανερευνήσει | να έχει ανερευνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανερευνήσει | είχαμε ανερευνήσει | θα έχουμε ανερευνήσει | να έχουμε ανερευνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανερευνήσει | είχατε ανερευνήσει | θα έχετε ανερευνήσει | να έχετε ανερευνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανερευνήσει | είχαν ανερευνήσει | θα έχουν ανερευνήσει | να έχουν ανερευνήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανερευνώ