explore
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | explore |
γ΄ ενικό ενεστώτα | explores |
αόριστος | explored |
παθητική μετοχή | explored |
ενεργητική μετοχή | exploring |
Ρήμα
επεξεργασίαexplore (en)
ενεστώτας | explore |
γ΄ ενικό ενεστώτα | explores |
αόριστος | explored |
παθητική μετοχή | explored |
ενεργητική μετοχή | exploring |
explore (en)