Δείτε επίσης: ἀνακηρύσσω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακηρύσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνακηρύσσω < ἀνά + κηρύσσω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.ciˈɾi.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐κη‐ρύσ‐σω

  Ρήμα επεξεργασία

ανακηρύσσω, αόρ.: ανακύρηξα, παθ.φωνή: ανακηρύσσομαι, π.αόρ.: ανακηρύχτηκα/ανακηρύχθηκα, μτχ.π.π.: ανακηρυγμένος

  • αποφασίζω την απονομή τίτλου ή αξιώματος σε κάποιον

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κήρυκας

Κλίση επεξεργασία

Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία