αναγελώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναγελώ < αρχαία ελληνική ἀναγελάω / ἀναγελῶ < γελάω / γελῶ
Ρήμα
επεξεργασίααναγελώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναγελάω - αναγελώ | αναγελούσα | θα αναγελάω - αναγελώ | να αναγελάω - αναγελώ | αναγελώντας | |
β' ενικ. | αναγελάς | αναγελούσες | θα αναγελάς | να αναγελάς | αναγέλα - αναγέλαγε | |
γ' ενικ. | αναγελάει - αναγελά | αναγελούσε | θα αναγελάει - αναγελά | να αναγελάει - αναγελά | ||
α' πληθ. | αναγελάμε - αναγελούμε | αναγελούσαμε | θα αναγελάμε - αναγελούμε | να αναγελάμε - αναγελούμε | ||
β' πληθ. | αναγελάτε | αναγελούσατε | θα αναγελάτε | να αναγελάτε | αναγελάτε | |
γ' πληθ. | αναγελάν(ε) - αναγελούν(ε) | αναγελούσαν(ε) | θα αναγελάν(ε) - αναγελούν(ε) | να αναγελάν(ε) - αναγελούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναγέλασα | θα αναγελάσω | να αναγελάσω | αναγελάσει | ||
β' ενικ. | αναγέλασες | θα αναγελάσεις | να αναγελάσεις | αναγέλα - αναγέλασε | ||
γ' ενικ. | αναγέλασε | θα αναγελάσει | να αναγελάσει | |||
α' πληθ. | αναγελάσαμε | θα αναγελάσουμε | να αναγελάσουμε | |||
β' πληθ. | αναγελάσατε | θα αναγελάσετε | να αναγελάσετε | αναγελάστε | ||
γ' πληθ. | αναγέλασαν αναγελάσαν(ε) |
θα αναγελάσουν(ε) | να αναγελάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναγελάσει | είχα αναγελάσει | θα έχω αναγελάσει | να έχω αναγελάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναγελάσει | είχες αναγελάσει | θα έχεις αναγελάσει | να έχεις αναγελάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναγελάσει | είχε αναγελάσει | θα έχει αναγελάσει | να έχει αναγελάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναγελάσει | είχαμε αναγελάσει | θα έχουμε αναγελάσει | να έχουμε αναγελάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναγελάσει | είχατε αναγελάσει | θα έχετε αναγελάσει | να έχετε αναγελάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναγελάσει | είχαν αναγελάσει | θα έχουν αναγελάσει | να έχουν αναγελάσει |
|