αμπιγιέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμπιγιέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική habillé < habiller < habit < λατινική habitus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος habeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰabʰ-
Επίθετο
επεξεργασίααμπιγιέ άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμπιγιέ
|
Επίρρημα
επεξεργασίααμπιγιέ