αλλόφρονα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίααλλόφρονα
- με αλλόφρονα τρόπο, με αλλοφροσύνη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλλόφρονα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αλλόφρων
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλλόφρων