αλά καρτ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλά καρτ < (λόγιο δάνειο) γαλλική à la carte[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈla ˈkaɾt/
Επίρρημα
επεξεργασίααλά καρτ
- (γαστρονομία) η επιλογή των φαγητών ενός εστιατορίου από κατάλογο (κάρτα) κι όχι η υποχρεωτική επιλογή προκαθορισμένου γεύματος.
- (κατ’ επέκταση) το να επιλέγει κανείς από συγκεκριμένη λίστα επιλογών
- ※ Η εμμονή στην εφαρμογή του Συντάγματος δεν αποτελεί ποτέ κενό τύπο. Ακόμη και εάν, όμως, η αναγκαιότητα προηγούμενης άρσης της βουλευτικής ασυλίας θεωρηθεί βυζαντινολογία από μερικούς, όλοι θα συμφωνήσουμε ότι η ανάγκη καταπολέμησης του φασισμού δεν πρέπει να οδηγεί σε αλά καρτ συνταγματική νομιμότητα. (@enet.tr)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλά καρτ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αλακάρτ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αλά καρτ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)