αερίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.eˈɾi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίααερίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αερίζω
Κλίση
επεξεργασία→ δείτε την κλίση στο αερίζω
αερίζομαι
→ δείτε την κλίση στο αερίζω