αγκομαχάω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγκομαχάω < αγκομαχ(ώ) + άω (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγκομαχῶ < αρχαία ελληνική ἀγκώνω + -μαχῶ < μάχομαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋ.ɡo.maˈxa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκο‐μα‐χά‐ω
Ρήμα επεξεργασία
αγκομαχάω/αγχομαχώ, αόρ.: αγκομάχησα (χωρίς παθητική φωνή)
- λαχανιάζω, ασθμαίνω, η ανάσα μου βγαίνει βαριά (πχ καθώς πασχίζω με κόπο να κάνω κάτι)
- υποφέρω, βασανίζομαι, δοκιμάζομαι
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγκομαχάω - αγκομαχώ | αγκομαχούσα | θα αγκομαχάω - αγκομαχώ | να αγκομαχάω - αγκομαχώ | αγκομαχώντας | |
β' ενικ. | αγκομαχάς | αγκομαχούσες | θα αγκομαχάς | να αγκομαχάς | αγκομάχα - αγκομάχαγε | |
γ' ενικ. | αγκομαχάει - αγκομαχά | αγκομαχούσε | θα αγκομαχάει - αγκομαχά | να αγκομαχάει - αγκομαχά | ||
α' πληθ. | αγκομαχάμε - αγκομαχούμε | αγκομαχούσαμε | θα αγκομαχάμε - αγκομαχούμε | να αγκομαχάμε - αγκομαχούμε | ||
β' πληθ. | αγκομαχάτε | αγκομαχούσατε | θα αγκομαχάτε | να αγκομαχάτε | αγκομαχάτε | |
γ' πληθ. | αγκομαχάν(ε) - αγκομαχούν(ε) | αγκομαχούσαν(ε) | θα αγκομαχάν(ε) - αγκομαχούν(ε) | να αγκομαχάν(ε) - αγκομαχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγκομάχησα | θα αγκομαχήσω | να αγκομαχήσω | αγκομαχήσει | ||
β' ενικ. | αγκομάχησες | θα αγκομαχήσεις | να αγκομαχήσεις | αγκομάχα - αγκομάχησε | ||
γ' ενικ. | αγκομάχησε | θα αγκομαχήσει | να αγκομαχήσει | |||
α' πληθ. | αγκομαχήσαμε | θα αγκομαχήσουμε | να αγκομαχήσουμε | |||
β' πληθ. | αγκομαχήσατε | θα αγκομαχήσετε | να αγκομαχήσετε | αγκομαχήστε | ||
γ' πληθ. | αγκομάχησαν αγκομαχήσαν(ε) |
θα αγκομαχήσουν(ε) | να αγκομαχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγκομαχήσει | είχα αγκομαχήσει | θα έχω αγκομαχήσει | να έχω αγκομαχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγκομαχήσει | είχες αγκομαχήσει | θα έχεις αγκομαχήσει | να έχεις αγκομαχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγκομαχήσει | είχε αγκομαχήσει | θα έχει αγκομαχήσει | να έχει αγκομαχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγκομαχήσει | είχαμε αγκομαχήσει | θα έχουμε αγκομαχήσει | να έχουμε αγκομαχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγκομαχήσει | είχατε αγκομαχήσει | θα έχετε αγκομαχήσει | να έχετε αγκομαχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγκομαχήσει | είχαν αγκομαχήσει | θα έχουν αγκομαχήσει | να έχουν αγκομαχήσει |
|