αβοήθητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβοήθητα < αβοήθητ(ος) + -α
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.voˈi.θi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βο‐ή‐θη‐τα
Επίρρημα
επεξεργασίααβοήθητα (τροπικό επίρρημα)
- χωρίς βοήθεια, χωρίς υποστήριξη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αβοήθητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αβοήθητος