άσπαστα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
άσπαστα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
άσπαστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άσπαστος
Δείτε επίσης : ασπαστά |
άσπαστα
άσπαστα