Ετυμολογία

επεξεργασία
άβαθο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου άβαθος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.va.θo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐βα‐θο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άβαθο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

άβαθο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του άβαθος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του άβαθος

Δείτε επίσης

επεξεργασία