Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Χριστοσωτήρας
      γενική του Χριστοσωτήρα
    αιτιατική τον Χριστοσωτήρα
     κλητική Χριστοσωτήρα
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χριστοσωτήρας < Χριστ(ός) + -ο- + Σωτήρας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χριστοσωτήρας αρσενικό, μόνο ενικός