Χονδριχθύες
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Χονδριχθύες < λόγιο ενδογενές δάνειο: Chondrichthyes < χόνδρος + ιχθύς (ψάρια από χόνδρο)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Χονδριχθύες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (ιχθυολογία) ταξινομικός όρος - ομοταξία: ψαριών, των οποίων ο σκελετός αποτελείται από χόνδρο. Περιλαμβάνει τους καρχαρίες, τα σαλάχια και τις χίμαιρες
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Οστεϊχθύες (υπερομοταξία)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Χονδριχθύες
* αγγλικά : Chondrichthyes (en) * γαλλικά : Chondrichthyes (fr) * ισπανικά : Chondrichthyes (es) * ιταλικά : Chondrichthyes (it) |
* πορτογαλικά : Chondrichthyes (pt) |