Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χονδριχθύες < λόγιο ενδογενές δάνειο: Chondrichthyes < χόνδρος + ιχθύς (ψάρια από χόνδρο)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χονδριχθύες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία