Τροιζηνίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Τροιζηνίς | αἱ | Τροιζηνίδες |
γενική | τῆς | Τροιζηνίδος | τῶν | Τροιζηνίδων |
δοτική | τῇ | Τροιζηνίδῐ | ταῖς | Τροιζηνίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | Τροιζηνίδᾰ | τὰς | Τροιζηνίδᾰς |
κλητική ὦ! | Τροιζηνίς* | Τροιζηνίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Τροιζηνίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Τροιζηνίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΤροιζηνίς θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Τροιζήνιος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Τροιζήν
Πηγές
επεξεργασία- Τροιζηνίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.