Ο Τιρ΄ θυσιάζει το χέρι του

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τιρ < παλαιά νορβηγική Týr (θεός) < πρωτογερμανική *Tīwaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dhyeu (θεός)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τιρ αρσενικό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία