Στουτγκάρδη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Στουτγκάρδη | ||
γενική | της | Στουτγκάρδης | ||
αιτιατική | τη | Στουτγκάρδη | ||
κλητική | Στουτγκάρδη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Στουτγκάρδη < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Στουτγκάρδη θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Στουτγκάρδη
|