Δείτε επίσης: σταυρωτό

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σταυρωτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σταυρωτός < σταυρός. Ο τρύγος της ποικιλίας αυτής συμπίπτει χρονικά με τον χριστιανικό εορτασμό της ύψωσης του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), εξ ου και η ονομασία της

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σταυρωτό ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία