Σουνιέρακος
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Σουνιέρακος αρσενικό
- προσωνυμία του Ποσειδώνα
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «Σουνιέρακος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «Σουνιέρακος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- «Σουνιέρακος» - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.