Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
      γενική του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου
    αιτιατική τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο
     κλητική Πρώτε Παγκόσμιε Πόλεμε
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία