Πλειάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Πλειάς | αἱ | Πλειάδες |
γενική | τῆς | Πλειάδος | τῶν | Πλειάδων |
δοτική | τῇ | Πλειάδῐ | ταῖς | Πλειάσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | Πλειάδᾰ | τὰς | Πλειάδᾰς |
κλητική ὦ! | Πλειάς | Πλειάδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πλειάδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Πλειάδοιν | ||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πλειάς < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠλειάς θηλυκό
- μία από τις Πλειάδες
Πηγές
επεξεργασία- Πλειάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.