Οἰνεών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Οἰνεών | ||||||
γενική | τοῦ | Οἰνεῶνος | ||||||
δοτική | τῷ | Οἰνεῶνῐ | ||||||
αιτιατική | τὸν | Οἰνεῶνᾰ | ||||||
κλητική ὦ! | Οἰνεών | |||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Οἰνεών < οἰνεών
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟἰνεών αρσενικό, μόνο στον ενικό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- Οἰνεών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.