Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΟΠΕΚΕΠΕ < Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.pe.ceˈpe/

  Συντομομορφή επεξεργασία

Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. αρσενικό ακρωνύμιο