Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Πανοραμική άποψη της Μπογκοτά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπογκοτά < ισπανική Bogotá[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bo.goˈta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπο‐γκο‐τά

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μπογκοτά θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)