Μπιχάρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /biˈxaɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπι‐χάρ
Μεταγραφή
επεξεργασίαΜπιχάρ θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Μπιχάρ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μπιχάρ
|