Μπαχάρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /baˈxaɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπα‐χάρ
- ομόηχο: μπαχάρ
- τονικό παρώνυμο: Μπάχαρ
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Μπαχάρ < μεταγραφή για την αρμενική Բահար (Bahar), ή την τουρκική Bahar (< bahar) ή την περσική بهار (bahâr)· γυναικεία ονόματα < بهار (bahâr, άνοιξη, ανθός)
Μεταγραφή επεξεργασία
Μπαχάρ θηλυκό, άκλιτο
Συγγενικά επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Μπαχάρ < μεταγραφή για την αρμενική Բահար (Bahar) ή Բախար (Baxar)
Μεταγραφή επεξεργασία
Μπαχάρ ουδέτερο, άκλιτο