Λιβυρνίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Λιβυρνίς | αἱ | Λιβυρνίδες |
γενική | τῆς | Λιβυρνίδος | τῶν | Λιβυρνίδων |
δοτική | τῇ | Λιβυρνίδῐ | ταῖς | Λιβυρνίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | Λιβυρνίδᾰ | τὰς | Λιβυρνίδᾰς |
κλητική ὦ! | Λιβυρνίς* | Λιβυρνίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Λιβυρνίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Λιβυρνίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λιβυρνίς < Λιβυρν(ός) + -ίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΛιβυρνίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Λιβυρνός
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Λιβυρνίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.