Κροκύλειον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Κροκύλειον | ||
γενική | τοῦ | Κροκυλείου | ||
δοτική | τῷ | Κροκυλείῳ | ||
αιτιατική | τὸ | Κροκύλειον | ||
κλητική ὦ! | Κροκύλειον | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κροκύλειον < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚροκύλειον ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Σμιθ, Ουίλιαμ (William Smith), Dictionary of Greek and Roman Geography (Λεξικό της [αρχαίας] ελληνικής και ρωμαϊκής γεωγραφίας) στα αγγλικά, Λονδίνο: John Murray, 1854