Κοντίλω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κοντίλω | ||
γενική | της | Κοντίλως | ||
αιτιατική | την | Κοντίλω | ||
κλητική | Κοντίλω | |||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κοντίλω < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κοντίλω θηλυκό