Ελεγκώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ελεγκώ | ||
γενική | της | Ελεγκώς | ||
αιτιατική | την | Ελεγκώ | ||
κλητική | Ελεγκώ | |||
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ελεγκώ < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.leŋˈgo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐λε‐γκώ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕλεγκώ θηλυκό